Λίγες μέρες μετά την παραδοχή κυβερνητικών στελεχών για την αποτυχία του 1ου μνημονίου έρχεται η ψήφιση του 2ου. Με συνοπτικές διαδικασίες και με την γνωστή πια ρητορική του τρόμου για «το χρεοκοπημένο» αύριο, το ελληνικό κράτος μαζί με τους ευρωπαίους  «εταίρους» του βρήκαν τη «καλύτερη δυνατή  λύση» ψηφίζοντας ένα νομοσχέδιο που προβλέπει επιπλέον περικοπές, αυτή τη φορά, στον ιδιωτικό τομέα.

Μη έχοντας άλλη επιλογή η ΓΣΕΕ  και  η ΑΔΕΔΥ προκηρύσσουν, μέσα σε μια εβδομάδα,  3 απεργίες και μια συγκέντρωση. Ο φόβος να μην χαθεί το μεροκάματο, η απειλή της απόλυσης  αλλά και  το «ραντεβού»  της Κυριακής, που θα ψηφίζονταν τα μέτρα ήταν, ενδεχομένως, κάποιοι από τους λόγους  που  οι  απεργίες δεν είχαν την αναμενόμενη  συμμετοχή.

Η  κορύφωση των απεργιακών κινητοποιήσεων  έρχεται την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου  στις 17:00  στο Σύνταγμα.  Ήδη μια ώρα  πριν η πρόσβαση στο κέντρο, με  τρένο,  καθίσταται αδύνατη λόγω των ασφυκτικά γεμάτων συρμών  και  η  μετακίνηση μέσα στους δρόμους και τα στενά της Αθήνας, από το Θησείο και την Ομόνοια μέχρι το Σύνταγμα και το Μοναστηράκι,  γίνεται με δυσκολία καθώς έχουν γεμίσει με εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου.

 Συγκρούσεις

Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν πραγματικά ιστορικές για την μεταπολιτευτική Ελλάδα. Στους κεντρικούς δρόμους της πόλης αλλά και στα ενδιάμεσα στενά έγιναν οι μεγαλύτερες, σε ένταση και διάρκεια (περί τις 5 ώρες), συγκρούσεις. Κρατικά  κτήρια, πολυκαταστήματα, τράπεζες, ενεχυροδανειστήρια, «δέχτηκαν την εκτίμηση των διαδηλωτών».  Χιλιάδες κόσμου συμμετείχαν στις οδομαχίες είτε, άμεσα, συγκρουόμενος με τις δυνάμεις καταστολής, πυρπολώντας κρατικούς και καπιταλιστικούς στόχους, απαλλοτριώνοντας καταστήματα και μοιράζοντας τα προϊόντα είτε, έμμεσα, μεταφέροντας τραυματίες, «βάζοντας  πλάτη» και δυσκολεύοντας έτσι τη δουλεία των ένστολων συμμοριτών, επιδεικνύοντας, με κάθε τρόπο,  πρωτοφανή αλληλεγγύη. Επιπλέον ούτε οι  προληπτικές προσαγωγές, από το πρωί της Κυριακής, ούτε η αποπνικτική ατμόσφαιρα από «την υπέρμετρη χρήση χημικών» (ακόμα και με καραμπίνα σε ευθεία βολή που τραυμάτισαν σοβαρά διαδηλωτή) κατάφεραν να τρομοκρατήσουν τον κόσμο, ο οποίος όχι μόνο κατέβηκε στο κέντρο αλλά  παρέμεινε εκεί  μέχρι αργά τη νύχτα, σπάζοντας για λίγες ώρες το αίσθημα υποταγής.

 Η καθεστωτική προπαγάνδα, μέσω των ΜΜΕ, για μια ακόμη φορά οργίασε. Οι εικόνες κατεστραμμένων κτιρίων, η γνωστή και αναμενόμενη υποβάθμιση  των συγκρούσεων σε απλά «μπάχαλα», η αποσιώπηση του πραγματικού αριθμού των διαδηλωτών (μας παρουσίασαν μόνο ως μερικές χιλιάδες) αλλά  και της διάθεσης και της  επιμονής  του κόσμου να παραμείνει στο δρόμο,  παρόλη την κρατική τρομοκρατία, ο διαχωρισμός των διαδηλωτών σε «ειρηνικούς πολίτες  που άσκησαν το δημοκρατικό  δικαίωμα  του διαμαρτύρεσθαι  και  που αποτελούσαν την πλειοψηφία»  και σε « 300 κουκουλοφόρους – προβοκάτορες που η μόνη τους επιδίωξη είναι να διασπείρουν τον φόβο και την βία», η ανακοίνωση αποζημιώσεων των καταστηματαρχών, η λαϊκίστικη επιχειρηματολογία  για τους «εργαζόμενους, που κινδυνεύουν να μείνουν άνεργοι» ήταν η δική τους περιγραφή  για τα γεγονότα.  Έτσι επί μέρες έχυναν τα κροκοδείλια δάκρυα τους, για τις «χαμένες θέσεις εργασίας» και για τα «ιστορικά κτίρια του κέντρου» ενώ είναι οι ίδιοι μέρος ενός συστήματος   που οδηγεί στη φτώχεια, στην απελπισία  και στην εξαθλίωση  εκατομμύρια ανθρώπους σε όλη την Ελλάδα και που, όταν χρειάζεται -και τα οικονομικά συμφέροντα το επιβάλλουν-  ξέρουν να σιωπούν σε εκποιήσεις, καταστροφές και  καταπατήσεις  δημόσιας περιουσίας, ιστορικών κτιρίων και αρχαιολογικών χώρων αντίστοιχα.. Στο σημείο, αυτό αξίζει να αναφερθεί πως τόσο, ο κινηματογράφος Άστυ δεν κάηκε (παρά το γεγονός πως τις πρώτες μέρες, ψευδώς, υποστήριζαν πως είχε καεί) όσο και το Αττικόν όταν καιγόταν η γύρω περιοχή ελεγχόταν από τις δυνάμεις καταστολής και δεν υπήρχε κανένας διαδηλωτής.

Σε στιγμές γενικευμένης σύγκρουσης, μεγάλης  οργής και, ακόμα μεγαλύτερης, συμμετοχής του κόσμου στις διαδηλώσεις  είναι αναπόφευκτο να υπάρξουν κι ανεξέλεγκτες καταστάσεις, από προβοκατόρικα χτυπήματα μέχρι και πλιάτσικα σε μικρομάγαζα. Όπως και να χει  τα ΜΜΕ , ως αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του συστήματος, το μόνο που ξέρουν και οφείλουν να κάνουν είναι να αποπροσανατολίζουν, να πολώνουν και να παραπληροφορούν προκειμένου να αποσπάσουν συναίνεση και  φόβο. Όσο, όμως, οι συνθήκες θα δυσκολεύουν και ο κόσμος, όλο και περισσότερο, θα αντιδρά,  και το δικό τους έργο θα γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Όσες φορές και αν δείξουν τις φωτιές,  τα απαλλοτριωμένα  πολυκαταστήματα, τα ξηλωμένα πεζοδρόμια των «ακριβών» δρόμων της Αθήνας κι όσο μελάνι και να χύσουν κάνοντας υπεραπλουστεύτηκες αναγωγές και ψευτοαναλύσεις,  το μισό, και πλέον, εκατομμύριο του κόσμου που κατέβηκε, έχει την δική του «εικόνα» για εκείνη την ημέρα. Μια  εικόνα που απέκτησε με αυτά που ο ίδιος είδε, άκουσε και ένιωσε και που, σίγουρα, μοιράστηκε με άλλους ανθρώπους  που δεν κατέβηκαν στο δρόμο και δεν είχαν προσωπική αντίληψη για ότι συνέβη.

Η αστυνομία, από την άλλη, θέλοντας αφενός να διασπείρει το φόβο και αφετέρου μην μπορώντας να ελέγξει τα εξοργισμένα  πλήθη, μετάθεσε  την ευθύνη στους διαδηλωτές και απείλησε,  για όσα πρόκειται να ακολουθήσουν στο μέλλον, κάνοντας τη στυγνή δήλωση: «ή κτίρια καμένα ή νεκρός», ενώ ταυτόχρονα προχώρησε σε εκατοντάδες προσαγωγές και σε 70 συλλήψεις, εκ των οποίων οι 4 συλληφθέντες προφυλακίστηκαν. Στο ίδιο κλίμα,  και με  πρόφαση  όσων προηγήθηκαν, η βουλή, κατόπιν πρότασης του εμπορικού συλλόγου, εξετάζει  την θέσπιση νομοθετικού πλαισίου για τις διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας. Η επιλογή του χρόνου δεν είναι σε καμία περίπτωση τυχαία. Εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της κατασταλτικής πολιτικής που ακολουθείται σε όλα τα επίπεδα και  σε μια περίοδο που αναμένονται από κοινωνικές αναταραχές μέχρι εξεγέρσεις.    

 Κοινωνική αστάθεια

Προσπαθώντας να αναλύσουμε τη σημερινή συνθήκη, διαπιστώνουμε ότι αυτό που, κυρίως, επικρατεί, είναι η κοινωνική ρευστότητα. Οι νέες οικονομικές συνθήκες, η αλλαγή του τρόπου ζωής με τους  χειρότερους όρους διαβίωσης, η ανεργία, η κρίση του υπάρχοντος πολιτικοκοινωνικού  συστήματος, οι νέες μορφές χούντας και εν γένει η πολιτική και κοινωνική αστάθεια συνθέτουν την σύγχρονη πραγματικότητα  μέσα στην οποία καλλιεργείται η απογοήτευση, ό φόβος, η ανασφάλεια, ο θυμός αλλά και η πόλωση. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες η κοινωνία «διαλέγει στρατόπεδα» κάποιοι  ριζοσπαστικοποιούνται, αναγνωρίζοντας τους εαυτούς τους μέσα στους κοινωνικούς αγώνες, στις συλλογικές διαδικασίες, στην ανατροπή του παλιού αυτού κόσμου και αποκτώντας κοινωνική και ταξική συνείδηση. Ενώ  κάποιοι άλλοι συντηρητικοποιούνται, ενισχύοντας τον κοινωνικό κανιβαλισμό και ευελπιστώντας να την «βολέψουν»  μέσα στον παλιό κόσμο, έχοντας παντελής έλλειψη  συνείδησης της τάξης τους και της κοινωνικής τους θέσης. Για την ώρα το μόνο σημείο  που συνέχει όχι μόνο  τους διαδηλωτές αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας  είναι η απόρριψη και η απέχθεια για τη σημερινή κατάσταση καθώς και η οποιαδήποτε διάθεση για συναίνεση . Όλα τα υπόλοιπα μένουν να τα συναντήσουμε μπροστά μας…

Οργάνωση

Το διακύβευμα, λοιπόν, μέσα σε αυτή τη δύσκολη, εκ των πραγμάτων συγκυρία, είναι πως απαντάμε στη βαρβαρότητα, αντίβαρο της οποίας δεν μπορεί να είναι – μόνο-  μια στείρα εκτόνωση, την οποία αναγνωρίζουμε ως απόρροια της απελπισίας που  βιώνουμε και την θεωρούμε φυσική αντίδραση. Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει να περιοριστούμε σε αυτήν. Αντίθετα οφείλουμε  να δούμε  πως  μετατρέπουμε την απελπισία σε δημιουργία,  την αμηχανία σε πράξη και πως από το φόβο περνάμε στην επίθεση. Όπως έχουμε ξαναπεί έτοιμες λύσεις δεν υπάρχουν. Όσοι τις έχουν αποσκοπούν «στο μοίρασμα της  πίτας». Οι λύσεις πρέπει να  δοθούν  μέσα από χειραφετημένους αυτοοργανωμένους αγώνες, μακριά από λογικές εκλογών, αντιπροσώπων, ανάθεσης  και, εν τέλει,  διαχείρισης  της άθλιας πραγματικότητας που βιώνουμε  καθώς και να  διαμορφωθούν  σύμφωνα με τις ανάγκες μας. Η οργάνωση τόσο σε επίπεδο δρόμου όσο και σε επίπεδο καθημερινότητας, μέσα από τα εργατικά σωματεία, τις λαϊκές συνελεύσεις γειτονιών, τα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα (από  κοινωνικά ιατρεία, καταλήψεις, συλλογικές κουζίνες μέχρι  μαθήματα αυτομόρφωσης) σήμερα είναι πιο επιτακτική όσο ποτέ. Και ενώ αναγνωρίζουμε,  πρακτικά, τις δυσκολίες τέτοιων δομών (μιας και συμμετέχουμε ενεργά σε διάφορα εγχειρήματα) ωστόσο είναι οι μόνες διαδικασίες που μας εμπεριέχουν, που επιδιώκουμε και που, εν τέλει, προεικονίζουν τον αυριανό κόσμο που θα χτίσουμε πάνω στα συντρίμμια του παλιού.

Προοπτική

Κινητήριος δύναμη της οργάνωσης δεν είναι άλλη από την προοπτική και το νόημα  που  ο καθένας δίνει σε έναν αγώνα. Η προοπτικής μας, ορίζει και τον τρόπο που επιλέγουμε να οργανωθούμε καθώς και την κατεύθυνση που δίνουμε σε κάθε μας διεκδίκηση. Για εμάς η προοπτική βρίσκεται στην ολική ανατροπή  κράτους και κεφαλαίου αλλά και στην κατάλυση οποιασδήποτε εξουσιαστικής σχέσης που δημιουργεί διαχωρισμούς. Επιθυμούμε και παλεύουμε για μια αυτοοργανωμένη  κοινωνία χωρίς αποκλεισμούς, προνομιούχους, εκμεταλλευτές. Για μια κοινωνία που θα στηρίζεται στη αλληλεγγύη και  που ο καθένας θα προσφέρει με βάση τις δυνατότητες του, στον καθένα με βάση τις ανάγκες του.

Άμεση απελευθέρωση των 4 προφυλακισμένων της διαδήλωσης της 12ης Φεβρουαρίου