αναδημοσίευση από : Land and Freedom

[Μέρος πρώτο] Αιρετικές Εξεγέρσεις & Κομμουνισμός τον 10ο – 16ο αιώνα

[Μέρος Δεύτερο] Αιρετικές Εξεγέρσεις & Κομμουνισμός τον 10ο – 16ο αιώνα

Το παρακάτω άρθρο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη και αποτελείται από κείμενα που γράφτηκαν από δύο συντρόφους για την εκπομπή λόγου «Μνήμη & Εξέγερση», η οποία μεταδιδόταν από τον ελεύθερο, αυτό-οργανωμένο, ραδιοφωνικό σταθμό της Μυτιλήνης «105FM».

Ο 105FM είναι ένα ελεύθερο και αυτό-οργανωμένο διαδικτυακό μέσο που ξεκίνησε το 2009 στην πόλη της Μυτιλήνης. Η εκπομπή «Μνήμη & Εξέγερση» ήταν μια προσπάθεια ανάδειξης και αναφοράς κάποιων ιστορικών γεγονότων που έχουν σχέση με τη ριζοσπαστική δραστηριότητα των κινημάτων από τα κάτω. Από τη μεριά μας συλλέξαμε υλικό (βλ. βιβλιογραφία) προσφέροντας από το μετερίζι μας όσα μπορούμε στον αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση, την αναρχία και τον κομμουνισμό.

Τα κείμενα για τις αιρετικές εξεγέρσεις στον μεσαίωνα είχαν καταφέρει να ολοκληρωθούν ως ενιαίο άρθρο αλλά δεν δημοσιεύτηκαν εκείνη την περίοδο. Έπειτα από κάποια χρόνια, θεωρήθηκε ότι αξίζει να κυκλοφορήσει και η απόπειρα πραγμάτωσης αυτού είναι αυτά τα άρθρα, με τίτλο “Αιρετικές Εξεγέρσεις & Κομμουνισμός τον 10ο – 16ο αιώνα”. Η δημοσίευση αυτού, πραγματοποιείται θέλοντας να κάνουμε μία εισαγωγή σε κάποιους από τους αγώνες του χθες, οι οποίοι προσέφεραν διαλεκτικά και εμπειρικά την συνέχεια για τους αγώνες του αύριο συμβάλλοντας στο στοίχημα της κοινωνικής και ταξικής χειραφέτησης.

Χρειάζεται γνώση που προέρχεται από προσωπική και συλλογική αναζήτηση ώστε να συνδυάζεται με τη δράση για να προσφέρει την επιθυμητή προσπάθεια ενός αποτελέσματος ικανό για την χειραφέτηση των καταπιεσμένων.

Από τις εξεγέρσεις του μεσαίωνα μέχρι και σήμερα, η ιστορία ανέδειξε τα κοινωνικά επαναστατικά κινήματα ως τους κινητήριους μοχλούς αυτής και των κοινωνιών. Η ριζοσπαστικοποίηση τους σμπαράλιασε καθεστώτα μέσα από τις αιματηρές συγκρούσεις, εξεγέρσεις και επαναστάσεις ενώ αποδόμησαν τους κοινωνικούς κανόνες οι οποίοι τους δέσμευαν μέσα στα κοινωνικά όρια που δρούσαν.

Εκπομπή «Μνήμη & Εξέγερση»

Οι ζηλωτές στην Θεσσαλονίκη

Η Θεσσαλονίκη της εποχής

Η Θεσσαλονίκη ήταν μία σημαντική βαλκανική πόλη όλη την βυζαντινή περίοδο. Η θέση της λειτουργούσε ως κύριος εμπορικός κόμβος για την περιοχή των Βαλκανίων και την ανατολικής μεσογείου και έχει μεγάλη εμπορική κίνηση τόσο θαλάσσια όσο και χερσαία. Η πόλη της Θεσσαλονίκης είχε την ισχυρότερη και πλουσιότερη μεσαία τάξη, κάτι που δημιούργησε ισχυρή επιρροή μέσα στη βυζαντινή κοινωνία και πολιτική κατάσταση από τον 11ο αιώνα. Η πόλη είχε 150 έως και 200 χιλιάδες κατοίκους, κυρίως Ρωμιούς, Σλάβους, Βλάχους, Αρμένιους, Εβραίους, Τούρκους και Δυτικούς. Την περίοδο εκείνη αντιμετώπιζε μεγάλα οικονομικά προβλήματα εξαιτίας του κλεισίματός των εμπορικών δρόμων ανατολής και δύσης από τους Σέρβους και τους Οθωμανούς, του μονοπωλίου των Βενετών και της εγκατάλειψης της αγροτικής γης από τους πολέμους. Αποτέλεσμα ήταν να οργιάζει η αισχροκέρδεια της κυρίαρχης τάξης, οι οποίοι δάνειζαν χρήματα στους οικονομικά ανήμπορους, με υψηλούς τόκους και απάνθρωπους όρους. Την κυριαρχία στη πολιτική ζωή της πόλης την είχαν οι αριστοκράτες και οι παπάδες που απολάμβανα μία σκανδαλώδες πλουσιοπάροχη ζωή. Η πόλη ήταν γεμάτη με διάσπαρτες εκκλησίες, μοναστήρια και τσιφλίκια που κατείχαν μεγάλο πλούτο. Να σημειωθεί ότι λόγω των αυτοδιοίκητου που είχαν οι πόλεις τη αυτοκρατορίας, είχαν διατηρηθεί κάποιοι οργανωτικοί θεσμοί όπως οι δήμοι και τα βουλευτήρια που είχαν λαϊκή συμμετοχή και αποτελούσαν θεσμούς οργάνωσης της μεσαίας και κατώτερης τάξης. Το ίδιο συνέβαινε και στην πόλη της Θεσσαλονίκης.

Κοινωνική κατάσταση

Τα μέσα του 14ου αιώνα ήταν μια ταραχώδης περίοδος για την περιοχή, το Βυζάντιο προσπαθούσε να διατηρήσει τις λίγες κτίσεις του χωρίς χρήματα και ανθρώπινο δυναμικό, ενώ βρισκόταν συνεχώς σε πόλεμο με εξωτερικούς εχθρούς όπως οι Σέρβοι, οι Βούλγαροι, οι Οθωμανοί και παράλληλα η άρχουσα τάξη πολεμούσε μεταξύ της. Ήταν η εποχή που κυριαρχούσε απόλυτα η μεγάλη ιδιοκτησία γης και οι αριστοκράτες γαιοκτήμονες (Δυνατοί) είχαν αποκτήσει αρκετό πλούτο και εξουσία ελέγχοντας την διοίκηση και τον θρόνο. Στα χρόνια από την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης μέχρι τη Ανακατάληψη (1261), η αυτοκρατορία διαμελίστηκε και διάφορα αυτόνομα κρατίδια (τα δεσποτάτα) ξεπήδησαν μέσα από αυτή. Η δημιουργία τους δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο του κενού εξουσίας που υπήρξε στον ελλαδικό χώρο αλλά και των φυγόκεντρων δυνάμεων που αναπτύχθηκαν σιγά σιγά δύο αιώνες πριν.

Τον 10ο και 11ο αιώνα οι αριστοκράτες γαιοκτήμονες κερδίζουν τη μάχη ενάντια στην κεντρική εξουσία. Η μεγάλη φορολογία, οι επιδρομές και οι εσωτερικές πολεμικές συγκρούσεις αναγκάζουν τους αγρότες να πουλήσουν την ιδιοκτησία τους, το μόρφημα των θεμάτων αποσαθρώνεται, οι Δυνατοί παίρνουν υπό τον έλεγχο τους το σημαντικότερο μέσω πλουτισμού και αφαιρούν την κύρια πηγή εισοδημάτων του βυζαντινού κράτους. Το νέο καθεστώς παγιώνεται και η άρχουσα τάξη κερδίζει το δικαίωμα να μαζεύει και να διαχειρίζεται τους φόρους που πρώτα διαχειριζόταν κατευθείαν από τη κεντρική εξουσία. Ο έλεγχος χαλαρώνει, οι επαρχίες κατακτούν ένα σημαντικό βαθμό αυτονομίας και εμφανίζονται φεουδαλικές σχέσεις όπου οι μεγάλοι χαμένοι ήταν οι στρατιώτες -αγρότες των θεμάτων και οι ελεύθεροι αγρότες των χωριών που από εδώ και πέρα ξεπέφτουν στο καθεστώς του παροίκου και του κολόνου (οι τελευταίοι ήταν εργάτες γης όπου δεν είχαν δικαίωμα να αποδεσμευτούν από τη γη που καλλιεργούσαν και πουλιόταν μαζί με το χωράφι στο εκάστοτε Δυνατό).

Η μεσαία τάξη ήταν αρκετά μικρότερη αριθμητικά. Βρισκόταν στις λίγες πόλεις της αυτοκρατορίας, απαρτιζόταν από τους εμπόρους, τους βιοτέχνες και τους τεχνίτες. Οι έμποροι είχαν φτιάξει περιουσία αναπτύσσοντας πυκνές εμπορικές σχέσεις με την δυτική Ευρώπη (κυρίως Ιταλία) κάνοντας τον διαμεσολαβητή μεταξύ ανατολής και δύσης. Παρ’ όλα αυτά λόγω του οικονομικού προσανατολισμού της αυτοκρατορίας στη έγγεια οικονομία και τα αυξημένα προνόμια της αστικής τάξης στις ιταλικές πόλεις περιορίστηκε γρήγορα η οικονομική δύναμη των εμπόρων. Οι βιοτέχνες και οι τεχνίτες ακολουθούσαν την οικονομική κατάσταση κυρίως της εσωτερικής αγοράς στις πόλεις της αυτοκρατορίας.

Βρισκόμαστε στην έναρξη του δεύτερου εμφύλιου πολέμου (1341-54) όπου εκτυλίχτηκε κυρίως στις πόλεις όπως στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στην Αδριανούπολη και στις Σέρρες τον Ιούνιο του 1341. Τότε πεθαίνει ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος ο Γ’ ενώ ο διάδοχος του θρόνου, Ιωάννης Ε´ Παλαιολόγος είναι μόλις έντεκα ετών. Γι’ αυτό το λόγο προσωρινός αντιβασιλέας αναλαμβάνει ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός ως προστάτης του ανήλικου διαδόχου. και αυτοαναγορεύεται βασιλεύς των Ρωμαίων. Σε αυτό το χρονικό σημείο διαμορφώνονται τα δύο στρατόπεδα που θα συγκρουστούν. Από τη μία ο Κατακουζηνός με συμμάχους τους αριστοκράτες (κληρικούς και κοσμικούς) και από την άλλη οι Παλαιολόγοι με συμμάχους τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Η μεγάλη εκμετάλλευση των αγροτών από τους Δυνατούς και η γενικότερη οικονομική εξαθλίωση, είχαν προκαλέσει αντί-αριστοκρατικά συναισθήματα, τέτοια που τα έκανε να ερμηνεύσουν την κίνηση του Κατακουζηνού ως ανταρσία απέναντι στη νόμιμη εξουσία του Ιωάννης Ε´ Παλαιολόγου και να προστρέξουν προς υπεράσπιση του.

Σημαντικός παράγοντας της στάσης των κατώτερων και μεσαίων στρωμάτων υπέρ του διαδόχου Παλαιολόγου και εναντίων του Κατακουζηνού υπήρξε και η θρησκευτική σύγκρουση που υπήρξε μεταξύ του Βαρλαάμ του Καλαβρού και του Γρηγορίου Παλαμά. Ο Βαρλαάμ ήταν μοναχός από την Καλαβρία της κάτω Ιταλίας, διπλωμάτης του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου και ήταν υπέρμαχος μιας φιλοσοφικής προσέγγισης στη θρησκευτική πίστη με ουμανιστικά χαρακτηριστικά. Οι «βαρλααμίτες» θεολόγοι υπήρξαν περισσότερο ευαίσθητοι στην κοινωνική ανισότητα της εποχής τους (χωρίς να ζητούν την ανατροπή εκείνου του συστήματος) καταγγέλλοντας τις πρακτικές των αριστοκρατών. Η κοσμική τους προσέγγιση τους έφερε πιο κοντά με την μεσαία τάξη της εποχής που αναζητούσε μια διαφορετική αφήγηση, περισσότερη δύναμη και πλούτο. Ο Γρηγόριος Παλαμάς ήταν μοναχός αριστοκρατικής οικογένειας και ένθερμος υποστηρικτής του Καντακουζηνού, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και υποστηρικτής του ησυχασμού (μία μεταφυσική αντίληψη στη προσέγγιση του θεού με μοναδικό όχημα την πολύωρη προσευχή). Οι «Ησυχαστές» είχαν άμεσες επαφές με τους αριστοκράτες (όλοι τους σχεδόν ήταν γόνοι αυτής της τάξης) και οι διδαχές τους αποστρεφόταν τα εγκόσμια και εξατομίκευαν την θρησκευτική πίστη. Οι «Ησυχαστές» απομάκρυναν τη συζήτηση από τα κοινωνικά θέματα και οι αντιδράσεις τους απέναντι στη διπλωματική προσέγγιση των Παλαιολόγων με τη δύση, τους καθιστούσε συμμάχους του Καντακουζηνού. Στα απόνερα αυτής της σύγκρουσης διαμορφώθηκαν οι συνθήκες πάνω στις οποίες χτίστηκαν οι διάφορες συμμαχίες των δύο στρατοπέδων (Καντακουζηνός απέναντι στους Παλαιολόγους).

Οι ζηλωτές και η κομμούνα της Θεσσαλονίκης (1341-49)

Για το κίνημα των ζηλωτών έχουμε λίγες πηγές και δυστυχώς δεν γνωρίζουμε αρκετά πράγματα σχετικά με την εμφάνιση τους σε αυτή την ιστορική συγκυρία, παρά μόνο αναφορές από τους πολιτικούς τους αντιπάλους που μας πληροφορούν για τη δράση τους και τα χαρακτηριστικά που δώσανε στο πολιτικό μοντέλο που εφαρμόστηκε στην περίοδο της κυριαρχίας τους στην Θεσσαλονίκη. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι οι ζηλωτές ήταν μία θρησκευτική ομάδα με έντονα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Με τους ζηλωτές συντάχθηκαν τα κατώτερα στρώματα και οι αστοί της πόλης. Είχαν κοινές αντιλήψεις με τους «βαρλααμικούς», αρνούνταν κάθε συμμετοχή της εκκλησίας στη κοσμική εξουσία και αντίστοιχα καμία κοσμική εξουσία στην εκκλησιαστική και διακατεχόταν από έντονα αντί-αριστοκρατικά συναισθήματα.

Με τις επαναστατικές δράσεις τους οι ζηλωτές της Θεσσαλονίκης το 1341 κατάφεραν να κυριαρχήσουν με την υποστήριξη των κατώτερων στρωμάτων και κυρίως των εμπόρων και των ναυτικών της συντεχνίας των «παραθαλάσσιων». Η αντί-αριστοκρατική τους πολιτική άφησε πολλές φορές το πλήθος να καταστρέψει και να λεηλατήσει τις περιουσίες των ευγενών, ενώ στην διάρκεια της κυριαρχίας τους ασκούσαν βία και συστηματική τρομοκρατία στους ευγενείς τη πόλης. Είχαν ταχθεί υπέρ του νεαρού διαδόχου του θρόνου και τον Αλέξιο Απόπαυκο ερχόμενοι σε σύγκρουση με τον αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό. Όταν ο Απόπαυκος, που είχε αναλάβει διοικητικά καθήκοντα σαν εκπρόσωπος του αυτοκράτορα πέρασε στο στρατόπεδο του Καντακουζηνού, ο δήμος μαζί με τους ζηλωτές τον εκτέλεσαν μαζί με την στρατιωτική του φρουρά μέσα στο κάστρο της πόλης. Την περίοδο 1341-1349, στην Θεσσαλονίκη, οι ζηλωτές είχαν πετύχει μια βελτίωση της κοινωνικής και οικονομικής θέσης των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων στην πόλη και αντιμετώπισαν αποτελεσματικά τους εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς τους. Όμως το 1350 ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός θα καταφέρει να εισέλθει νικητής στη Θεσσαλονίκη, ως Βασιλιάς της πόλης πια και αντιβασιλέας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας καταδιώκοντας όσους ζηλωτές είχαν απομείνει στην πόλη. Η ήττα των ζηλωτών ήταν το αποτέλεσμα της αποδυνάμωσης τους ύστερα από την γεωγραφική τους απομόνωση από τους αντιπάλους τους ( Σέρβους, Κατακουζηνός, Οθωμανοί), την αποκοπή της πόλης της Θεσσαλονίκης από την αγροτική ενδοχώρα της, την σταδιακή πολιτική υποχώρηση της επιρροής τους στην ισχυρότερη συντεχνία των «παραθαλάσσιων».

Κάποιες σημειώσεις για άλλες θρησκευτικές ομάδες στην βυζαντινή Αυτοκρατορία

Η θρησκευτική ομάδα «Παυλικιανοί» δρούνε τον 8ο αιώνα και η διδασκαλία τους βρίσκει σημαντική απήχηση στους φτωχούς αγρότες και στα λαϊκά στρώματα της επαρχίας. Οι Παυλικιανοί κατακρίνουν την εξουσία των επισκόπων, απορρίπτουν τη εκκλησιαστική ιεραρχία, απαιτούν διανομή της εκκλησιαστικής περιουσίας και προβάλλουν το ασκητικό ιδεώδες της κοινοκτημοσύνης όπως αυτό εμφανίστηκε στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες. Η δύναμη της αίρεσης αυξάνεται διαρκώς κατά τον 9ο αιώνα και καταστέλλονται με μαζικές διώξεις και σφαγές στη Μικρά Ασία.

Η θρησκευτική αίρεση των Βογομίλων απέρριπτε κάθε κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία καθώς θεωρούσαν ότι είχε ανθρώπινη και όχι θεϊκή προέλευση, κήρυτταν την κοινωνική ανυπακοή απέναντι στο κράτος αρνούμενοι να συμμετέχουν σε πολέμους και να πληρώνουν φόρους. Επίσης θεωρούσαν τους ναούς ως εστίες δαιμόνων και απέρριπταν την κατανάλωση κρέατος και κρασιού σαν υλικές δραστηριότητες, ήταν ειρηνιστές και δεν αποδεχόταν τη βία πράγμα που στοίχησε τη ζωή τους.

Ο χιλιασμός

Ο χιλιασμός τον μεσαίωνα της ύστερης φεουδαλικής εποχής, ήταν μία αρκετά εδραιωμένη θρησκευτική αντίληψη στην κεντρική και δυτική Ευρώπη αντίθετη προς το επίσημο χριστιανικό δόγμα της εποχής. Η διαφορετική εξιστόρηση της δευτέρας παρουσίας, δηλαδή το τέλος του κόσμου όπως τον ξέραμε, ήταν το σημείο που τον χαρακτήρισε σαν αιρετικό και εχθρικό ως προς την κυρίαρχη εκκλησία και τον παπισμό.

Η διαμόρφωση του χιλιασμού έγινε κάτω από την σημαντική επιρροή του βιβλίου της αποκάλυψης, της βίβλου αλλά και της μεσσιανικής αντίληψης που ανάπτυξαν η ιουδαϊκή θρησκεία και το χριστιανικό δόγμα. Η θεωρητική βάση του χιλιασμού στηρίζεται στην Δευτέρα παρουσία. Κατά την διάρκεια της οποίας θα επικρατήσουν χίλια χρόνια βασιλείας του θεού επί της γης και έπειτα θα απελευθερωθεί ο αντίχριστος για την τελική κρίση και το τέλος του κόσμου. Η δικαίωση των πιστών χριστιανών που ανεχόταν αγόγγυστα την άθλια μοίρα τους προς χάρη του θεού τους, βρήκε ουσιαστικό αντίκρισμα στην υλική και πνευματική ανταμοιβή που θα τους πρόσφερε το επίγειο βασίλειο στη φαντασιακή εξιστόρηση των χιλιαστών. Η αναμονή για την έλευση του μεσσία έχει την αφετηρία της στην ισραηλιτική θρησκεία, οι πιστοί της οποίας έχουν τη πεποίθηση της αναπόφευκτης έλευσης ενός «απελευθερωτή» των βασάνων επί γης και «κουβαλητή» των προσδοκιών για αιώνια ζωή. Αυτή η περιγραφή ταίριαξε απόλυτα στην χιλιαστική εξιστόρηση με την φιγούρα του χριστού που αναμένεται ως το τελικό επιστέγασμα της «ιερής» αναμονής.

Ωστόσο ο χιλιασμός εξέφρασε επίσης την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη, χρησιμοποιώντας κάποια εδάφια από τα ιερά βιβλία του χριστιανισμού. Παραδείγματος χάριν, μετέφρασε ότι η πρωταρχική αρχή της δημιουργίας των ανθρώπων φανερώνει την «ιερή» ισότητα που πρέπει να τηρηθεί μεταξύ των φύλων, φυλών και των κοινωνικών τάξεων. Κάθε ανισότητα την καταδίκαζε ως αμαρτία και απόρροια της φεουδαλικής οργάνωσης της κοινωνίας των ανθρώπων που αντιβαίνει τη θεία επιθυμία.

Σε γενικές γραμμές οι χιλιαστές του μεσαίωνα, είχαν ένα ενιαίο δόγμα. Παρά ταύτα πολλά σημεία ανάμεσα στις χιλιαστικές σέκτες και αιρέσεις διαφέρουν εξαιτίας των μη θεσμικών χαρακτηριστικών τους και του λαϊκού χαρακτήρα τους. Υπάρχουν πολλές παράλληλες και μερικές φορές αλληλοσυγκρουόμενες προσεγγίσεις πάνω στην εσχατολογική εξιστόρηση του χιλιασμού. Ωστόσο όλες οι ιστορίες αναπτύχθηκαν πάνω σε μία συγκεκριμένη βάση, αυτή του χρόνου λίγο πριν τη τελική κρίση.

Οι χιλιαστές προέβλεπαν ότι θα έρθει στη γη ο χριστός εγκαινιάζοντας τη χιλιετή βασιλεία του, μέχρι την έλευση του αντίχριστου και την τελική κρίση. Εκ λαμβάνανε την προφητεία της έλευσης του χριστού κυριολεκτικά, ότι θα κατέβει στη γη με σάρκα και οστά φτιάχνοντας το βασίλειο του. Πάνω σε αυτή την προφητεία υπήρχε και μία διαφορετική μετάφραση, η οποία ανέφερε ότι η «έλευση του χριστού» συμβολίζει τα χρόνια πριν το τέλος του κόσμου, θεωρώντας το επίγειο βασίλειο σαν ένα υλικό κατασκεύασμα με πνευματικό χαρακτήρα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το περιεχόμενο που δίνανε αντίστοιχα οι διάφοροι χιλιαστές στη περίοδο της «βασιλείας του χριστού». Στο σύνολο τους, την προφήτευαν περίπου ως παραδείσια κατάσταση απόλυτης ατομικής ελευθερίας χωρίς αφέντες και δούλους, με εξασφαλισμένο τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση, όπου οι άνθρωποι θα ζούνε ακολουθώντας τις βιβλικές διδαχές έχοντας για κανόνες την εγκράτεια, τη φτώχεια, την αγάπη και την αλληλεγγύη. Μετά το τέλος του επίγειου «παράδεισου» στην χιλιαστική εξιστόρηση των έσχατων καιρών, γίνεται αναφορά στην απελευθέρωση του διαβόλου και την τελική κρίση, όπου ζωντανοί και αναστημένοι θα κριθούν για τις πράξεις τους και θα φτιαχτεί από την αρχή μία νέα γη.

Το σημαντικότερο βέβαια κομμάτι που σχετίζεται με τον χιλιασμό ως κοσμική θεώρηση είναι το κοινωνικό του περιεχόμενο. Πέρα από το άνευρο θρησκευτικό κομμάτι του εσχατολογικού τέλους, ο χιλιασμός του μεσαίωνα μπολιάστηκε με πολλά κοινωνικά στοιχεία που ριζοσπαστικοποίησαν το περιεχόμενο του. Οι ταξικές αντιθέσεις της ύστερης φεουδαλικής κοινωνίας, το πνεύμα της μεταρρύθμισης καθώς και ο κοινωνικός αναβρασμός, είναι τα στοιχεία που συνέδεσαν το ανατρεπτικό περιεχόμενο του χιλιασμού, όπου θα μπορούσαμε να πούμε σήμερα υπήρξε γεμάτος με αναρχικές, ελευθεριακές και κομμουνιστικές ιδέες, ενώ καθρέφτιζε σε μεγάλο βαθμό την πρότερη πρώτο-χριστιανική κοινοβιακή ζωή.

Σίγουρα δεν μπορεί να παραλειφθεί η θρησκόληπτη σκοπιά με την οποία προσεγγίζονται τα κοινωνικά θέματα από τους χιλιαστές, χωρίς αυτό να αναιρεί την ριζοσπαστική τους φύση. Αυτό γίνεται αντιληπτό από το περιεχόμενο των κηρυγμάτων τους και τον τρόπο που προσπάθησαν να δομήσουν τις κομμούνες τους.

Οι χιλιαστές έθεσαν σαν βάση του κοινωνικού τους προτύπου την αλληλοβοήθεια μεταξύ των μελών της κοινότητας, και την πλήρη ισότητα αναιρώντας κάθε διαχωρισμό πλην του θρησκευτικού. Αυτό που ήταν κοινό σε κάθε θρησκευτική τάση ή αίρεση ήταν η κοινωνικοποίηση της ιδιοκτησίας, που επεκτάθηκε – σε πολλές περιπτώσεις – από τα μέσα παραγωγής και τα προϊόντα μέχρι και τις οικογενειακές εστίες. Σε κάθε χιλιαστική ομάδα ο τρόπος λήψης των αποφάσεων είχε άμεσο-δημοκρατικό χαρακτήρα. Η ουσιαστική κατάργηση των πολιτικών εξουσιών στις κοινότητες εκφραζόταν μέσα από την άρνηση ανοχής κάθε επίγειας εξουσίας και εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Έχουμε την αποτίναξη της κοινωνικής καταπίεσης των γυναικών μέσω της πολυγαμίας και την διάδοση της ελεύθερης σεξουαλικής συνεύρεσης μεταξύ των μελών των κοινοτήτων. Η οικονομία ως ένας σημαντικός κοινωνικός παράγοντας, δημιουργούσε χρήμα που έφερνε σαν επακόλουθο τον πλουτισμό και την αλαζονεία, τα οποία θεωρούνταν ως δύο μεγάλα αμαρτήματα. Γι’ αυτό το λόγο τα λεφτά θεωρήθηκαν εργαλείο διαφθοράς και εξοστρακίστηκαν από τον κόσμο των χιλιαστών όπου τα αντικατέστησαν με την ανταλλακτική πρακτική.

Ο προοδευτικός χαρακτήρας των κοινωνικών αντιλήψεων και οι ελευθερίες που αποτυπώθηκαν από τα πιο καταπιεσμένα κομμάτια των χιλιαστών είχαν ως όχημα την θρησκεία. Έτσι εκλαμβάνονταν σαν απόλυτες και αναλλοίωτες αλήθειες που ρέουν από τη μοναδική πηγή της νομιμότητας, δηλαδή τον χριστιανικό θεό.

Η πρώτη ταξική συνειδητοποίηση των κατώτερων κοινωνικών ομάδων, καθώς και η άμεση διάδοση των χιλιαστικών θέσεων στην δυτική και κεντρική Ευρώπη, έγινε μέσα από τη χρήση του χριστιανισμού ως ιδεολογικό όχημα. Πρέπει να επισημάνουμε ότι το κυριότερο αίτιο της μεγάλης απήχησης των χιλιαστικών θέσεων, οφειλόταν στο κλίμα αναταραχής που είχε δημιούργησε η πάλη μεταξύ της επίσημης εκκλησίας και του πάπα, απέναντι στις κοινωνικές ομάδες των καταπιεσμένων και τις αιρέσεις που έμεινε κυρίως γνωστή ως μεταρρύθμιση. Έτσι οι χιλιαστικές ιδέες βρήκανε έφορο έδαφος και ρίζωσαν βαθιά παίρνοντας σάρκα και οστά από τους εξεγερμένους περνώντας στην επίθεση απέναντι στους παλαιότερους εκμεταλλευτές τους. Σε αυτή την περίοδο διακρίνουμε τις πρώτες αταξικές και προ-κομμουνιστικές κοινότητες της δύσης, γεμάτες με «λαϊκούς στρατούς» να τρομοκρατούν την επίσημη εκκλησία και την αριστοκρατία, να λεηλατούν ναούς, κάστρα και πόλης.

Οι χιλιαστές κατάφεραν να κινητοποιήσουν μεγάλα κομμάτια του αγροτικού και αστικού πληθυσμού της Ευρώπης και «άναψαν» πολλές εστίες εξέγερσης και πολέμου απέναντι στο φεουδαλικό καθεστώς. Οι χιλιαστικές θέσεις και πρακτικές κυριάρχησαν για πάνω από μισό αιώνα με νικηφόρους αγώνες πριν τους αποδυναμώσουν οι αλλεπάλληλοι πόλεμοι και η πολιτική διπλωματία των μεταρρυθμιστών και των φεουδαρχών. Οι χιλιαστές ήταν η ριζοσπαστική έκφανση της μεταρρύθμισης και προώθησαν προτάσεις που κουβαλούσαν στοιχεία των μετέπειτα ελευθεριακών αρχών.

Χουσίτικο κίνημα

Οι Χουσίτες ήταν χιλιαστές χριστιανοί και υπήρξαν ένα μεσαιωνικό κίνημα το οποίο έδρασε στην περιοχή της Βοημίας τον 14ο αιώνα. Οι κοινωνικές τους διεκδικήσεις εμπνεόντουσαν μέσα από την χιλιετή βασιλεία του θεού πάνω στη γη όπως αναφερόντουσαν οι χιλιαστές για το τέλος κάθε εξουσίας, ανισότητας και καταναγκασμού.

Το Χουσίτικο κίνημα συσπειρώθηκε γύρω από τον θρησκευτικό φιλόσοφο και καθηγητή Γιάν Χούς και την εναντίωση του στην επίσημη εκκλησία για την χρήση της θείας κοινωνίας. Εκείνη τη εποχή το αντίδωρο της θείας κοινωνίας φυλάσσονταν μόνο για την χρήση του από τον κλήρο. Πράγματι, η ρωμαιοκαθολική εκκλησία για να κάνει οικονομία στον οίνο, είχε αποδεσμεύσει την χρήση του για τον λαό, στον οποίο έδινε μόνον άρτο ισχυριζόμενη ότι η μία ουσία περιλάβανε και την άλλη. Από εκεί προήλθε και το λάβαρο τους το οποίο ήταν το δισκοπότηρο αλλά και η ονομασία τους: Χουσίτες ή Ουλτρακιστές από το λατινικό «sub utraque specie», που σημαίνει “και στα δυο είδη”. Πέρα από τη θρησκευτική διαμάχη διαμορφώθηκε ένα ταξικό και εθνικό πεδίο που σύντομα θα οδηγούσε στους πολέμους που ονομάστηκαν Χουσιτικοί πόλεμοι.

Η Βοημία του 13ου-14ου αιώνα ήταν τμήμα της Γερμανικής αυτοκρατορίας και ασκούσε έλεγχο στον ντόπιο πληθυσμό μαζί με την καθολική εκκλησία. Έτσι οι δύο εξουσίες, πολιτική και θρησκευτική, συνεργαζόταν στενά για την διαιώνιση της κοινωνικής καταπίεσης που είχαν δημιουργήσει. Η υπέρ-εκμετάλλευση του ντόπιου ανθρώπινου δυναμικού της Βοημίας, επέφερε μεγάλο πλούτο στους Γερμανούς ευγενείς και στον αυτοκράτορα. Η μετανάστευση ενός εύπορου κομματιού Γερμανών προς την Βοημία, οδήγησε στον έλεγχο όλων των πλουτοπαραγωγικών πόρων της περιοχής, το εμπόριο, τη βιοτεχνία και τα ορυχεία. Η αυτοκρατορία, οι ευγενείς και η καθολική εκκλησία είχαν καταφέρει πρώτον, να ελέγξουν όλα τα δημοτικά συμβούλια, αφού η κοινωνική θέση του ντόπιου πληθυσμού τους στερούσε δικαιώματα παρουσίας σε αυτά και δεύτερον έλεγχαν τα πανεπιστήμια, που ως θεσμός είχε αναβαθμισμένο γνωστικό και πολιτικό χαρακτήρα πανευρωπαϊκής επιρροής. Τέλος οι ευγενείς Γερμανοί έλεγχαν τα μεγαλύτερα μοναστήρια της Βοημίας και ο κλήρος των πόλεων προερχόταν από τις τάξεις τους.

Στις αρχές του 15ου αιώνα (1400 μ. Χ) η Βοημία αλλάζει χέρια και ο Βασιλιάς Βέντσεσλας Α’ που είχε καταφέρει να κρατήσει κάποιες από τις ισορροπίες ανάμεσα στον ντόπιο πληθυσμό της Βοημίας και τους Γερμανούς ευγενείς χάνει το στέμμα. Την θέση θα αναλάβει ο αδερφός του Σιγισμούνδος Α’, ο οποίος ήταν σφοδρός πολέμιος των Βοήμιων Χουσιτών. Η συνεργασία του με την παπική εκκλησία επισφραγίστηκε με την καταδίκη του Γιάν Χούς και τον θάνατο του στην πυρά ως αιρετικό το 1415, μετά από την εκκλησιαστική σύνοδο στην Κωνσταντία. Μετά την θανάτωση του Γιάν Χούς, προέκυψε και η ανάδυση των Χουσιτών ως κίνημα που κατέστησε τη σύγκρουση αναπόφευκτη. Έτσι τόσο η ντόπια αριστοκρατία (της Βοημίας) που εποφθαλμιούσε την εκκλησιαστική περιουσία, όσο και οι τεχνίτες και αγρότες προχώρησαν σε ένα κύμα εξεγέρσεων ενάντια στη θρησκευτική και πολιτική εξουσία με τις τελευταίες να μην καταφέρνουν καμία ουσιαστική αντίσταση. Το κίνημα των Χουσιτών με επικεφαλής τον – μετέπειτα – στρατηγό Johann Ziska, κατάφεραν να πολιορκήσουν και να κατακτήσουν μέσα σ’ άλλα και την πόλη της Πράγας, που βρίσκονταν στην κατοχή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Οι διάφορες ομάδες που απάρτιζαν τους Χουσίτες

Οι τάξεις που συμμετείχαν στους πολέμους με την πλευρά των Χουσιτών ήταν οι αριστοκράτες της Βοημίας, οι τεχνίτες και οι αγρότες. Η ντόπια αριστοκρατία τάχθηκε άμεσα στο πλευρό των Χουσιτών, που πέρα από τον έλεγχο των γαιών της εκκλησίας προσέβλεπαν και σε μία πολιτική αναβάθμιση της τάξης τους με στόχος μια βασιλεία (αδύναμη εν τέλει) όπου θα μπορούσε να χειραγωγείται από αυτούς. Κατάφεραν για ένα διάστημα να διαμορφώσουν μια δημοτική αριστοκρατία στο χώρο της Πράγας όπου έλεγξαν το δημοτικό συμβούλιο αλλά και τα ορυχεία της. Οι διάφορες ομάδες καιροσκόπων αριστοκρατών άλλαζαν στρατόπεδο ανάλογα με την τροπή των πραγμάτων, καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Ο συνασπισμός της αριστοκρατίας και των τεχνιτών από της περιοχή της Πράγας διαμόρφωσε μια μεγάλη ομάδα τους Calixtines ή Ουλτρακιστές.

Η άλλη ομάδα ήταν η πιο ριζοσπαστική, ήταν αυτή που έθεσε τα πιο προχωρημένα κοινωνικά αιτήματα και πήρε στις πλάτες της την υπόθεση της εξέγερσης. Αυτή η ομάδα αποτελούταν από τεχνίτες και εργάτες των ελεύθερων πόλεων, και από αγρότες ως το πολυπληθέστερο και σημαντικότερο κομμάτι της. Οι αγρότες διεκδίκησαν περισσότερα δικαιώματα και την αλλαγή της κοινωνικής τους θέσης όπως και την εξίσωση όλων των κοινωνικών τάξεων απέναντι στον νέο εξουσιαστή που είχε αναδειχθεί η ντόπια αριστοκρατία.

Μέσα στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα βρούμε και άλλες αιρέσεις. Μέσα σ’ αυτές είναι και οι Βαλδεσιανοί και οι Αποστολικανοί, οι παλιότερες αιρετικές σέκτες του Μεσαίωνα που τάχτηκαν ομόφωνα με τις κομμουνιστικές ιδέες, στην περιοχή της Γαλλίας. Στις Κάτω Χώρες και τη Γερμανία, οι κομμουνιστικές ιδέες αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους Βεγάρδους. Ενώ οι Βεγάρδοι υφαντουργοί στην Βοημία ονομάστηκαν Πικάρδοι.

Θαβώρ – Θαβωρίτες

Το Θαβώρ ήταν μία πόλη που χτίστηκε σε ένα μεγάλο ύψωμα, δίπλα στον Ποταμό Luznic και το όνομα της το πήρε από το βιβλικό βουνό Θαβώρ της παλαιάς διαθήκης. Η πόλη ξεκίνησε ως ένας οικισμός υφαντουργών, όπου σιγά σιγά συγκέντρωσε ένα τεράστιο αριθμό χιλιαστών και για πάνω από πενήντα χρόνια αποτέλεσε το προπύργιο και το κύριο κέντρο της ριζοσπαστικής ομάδας των Χουσιτών.

Οι κάτοικοι της πόλη του Θαβώρ ονομάστηκαν Θαβωρίτες και πίστευαν ότι ο επίγειος βασιλιάς είναι άχρηστος και στην θέση του έπρεπε να υπάρχει ο θεός ως ο μόνος πραγματικός και επουράνιος βασιλιάς όλου του ανθρώπινου γένους. Η διακυβέρνηση των ανθρώπων θα έπρεπε να περάσει στα χέρια του λαού και όλοι οι πρίγκιπες, οι ευγενείς κι οι ιππότες έπρεπε να ξεριζωθούν σαν τα ζιζάνια και να εξαφανιστούν εντελώς. Εξαναγκασμοί, φόροι και πληρωμές, έπρεπε να πάψουν και όλοι οι νόμοι των πριγκίπων, των εθνών, των πόλεων και των χωρικών να καταργηθούν ως παρεμβάσεις των ανθρώπων. Στα εκκλησιαστικά θέματα, αναφέρονταν για την ισοπέδωση όλων των εκκλησιών, την απαγόρευση της Θεϊκής λατρείας στην εκκλησία, όπως και της κατασκευής ή απόδοσης λατρείας στις ιερές εικόνες. Επίσης είχαν δημιουργήσει αντί-ιεραρχικές δομές με βάση την κοινοκτημοσύνη πριν από την έναρξη των Χουσιτικών πολέμων. Δομές που υπήρχαν όταν η πόλη λειτουργούσε ως σημείο συνάντησης των χιλιαστών και πριν φτάσει στην μετέπειτα κομμουνιστική κοινωνική της οργάνωση.

Η οργάνωση των θαβωριτών στις πόλεις

Οι Θαβωρίτες κυριάρχησαν σε τρεις πόλης το Θαβώρ, το Πίσεκ και την Βονιάν. Μέσα σ’ αυτές τις πόλεις είχαν διαμορφώσει ένα κοινό χώρο όπου ονομαζόταν κλωβός όπου εκεί δίνανε τα υλικά τους αγαθά στους «ελεγκτές» και στη συνέχεια κατανέμονταν όσο πιο δίκαια γινόταν στους πολίτες. Αρκετές φορές οι πολίτες αντί για προϊόντα προσέφεραν χρήματα όπου φυλασσόταν στον κλωβό, λειτουργώντας ως ένα κοινό ταμείο της πόλης. Αυτά τα χρήματα χρησίμευαν ώστε να αγοράζονται επιπλέον προϊόντα ή προϊόντα που βρισκόντουσαν σε έλλειψη για όλη την κοινότητα. Παράλληλα ο παραδοσιακός τρόπος οργάνωσης της εργασίας, ήταν η κοινή οικογενειακή παραγωγή όπου κάλυπτε την υλική αυτάρκεια των μελών της και το περίσσευμα προσφερόταν στην κοινότητα.

Οι κλωβοί υπήρξαν εξαιρετικά επιτυχημένα παραδείγματα στην προσπάθεια για κοινωνική ισότητα μεταξύ των Θαβωριτών. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα κάθε άνθρωπος είχε καλύψει κάθε υλική του ανάγκη, όμως η τότε τεχνολογία των μέσων παραγωγής δεν επαρκούσε για την διατήρηση των αγαθών για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι οι Θαβωρίτες στράφηκαν στα λάφυρα από λεηλασίες μοναστηριών, εκκλησιών, ευγενών αλλά και αντίπαλων πόλεων. Από ένα σημείο και έπειτα αυτή η τακτική έγινε η κυριότερη πηγή εσόδων και τους επέτρεψε να αναπτύξουν στο μέγιστο βαθμό τις θρησκευτικές, πολιτικές και εκπαιδευτικές τους δομές.

Ο αντικληρικισμός των Θαβωριτών είχε σαρώσει την καθολική αριστοκρατία των ιερέων και έδωσε στον κάθε άνθρωπο τη δυνατότητα να γίνει ιερέας. Αυτό το δικαίωμα παραχωρούταν μέσα από την εκλογή του από κάθε μέλος της κοινότητας και παρόλο που ο τίτλος αυτός ήταν θρησκευτικός είχε βαθιά πολιτικό χαρακτήρα. Το γεγονός αυτό πρόεκυπτε από τις ευθύνες των ιερέων, οι οποίες ήταν να οργανώνουν και να διαχειρίζονται τα διάφορα ιδρύματα της Αδελφότητας (των θαβωριτών) και να κανονίζουν τη σύνδεση μεταξύ των κοινοτήτων, όπως επίσης και τις σχέσεις αυτών με τον υπόλοιπο κόσμο. Επίσης, ένα απ’ τα κύρια λειτουργήματα τους ήταν η διδασκαλία των παιδιών. Οι Θαβωρίτες έριξαν μεγάλο βάρος στη γενική και σωστή λαϊκή εκπαίδευση. Αυτό αποτέλεσε ένα απ’ τα πιο έντονα χαρακτηριστικά τους που δεν συναντάται πουθενά αλλού εκείνη την εποχή.

Επίσης αξιοσημείωτη σε αυτή την περίπτωση είναι η στάση που είχαν στην σχέση μόρφωση – εργασία. Το χιλιαστικό αξίωμα της απόλυτης υλικής και θεσμικής ισότητας, έφερε τους μορφωμένους ανθρώπους στην χειρωνακτική εργασία των χωραφιών. Κάτι που μέχρι τότε οι πολύωρες χειρωνακτικές εργασίες των ανθρώπων που παρήγαγαν τον πλούτο, δεν τους επέτρεπε να τον διαθέσουν για την μόρφωση τους, έτσι άφηναν στις ανώτερες τάξεις με το προνόμιο του χρόνου την κατάκτηση της πνευματικής καλλιέργειας. Οι Θαβωρίτες θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι εφάρμοσαν στην πράξη τη Μαρξική θέση κατάργησης της πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, τριακόσια χρόνια πριν καν διατυπωθεί.

Στρατιωτική οργάνωση

Το πολεμικό τους σύστημα ήταν γι’ αυτούς πολύ μεγάλης σημασίας. Οι Θαβωρίτες που τόσο θαρραλέα κήρυξαν τον πόλεμο ενάντια στη συνολική άρχουσα τάξη, μπορούσαν να διατηρήσουν την ύπαρξή τους μόνο για όσο θα έμεναν ανίκητη στο πεδίο της μάχης. Έτσι μη γνωρίζοντας ούτε ειρήνη ούτε ανακωχή, βρίσκονταν συνέχεια σε μία ανοιχτή σύγκρουση με τις κυρίαρχες εξουσιαστικές δυνάμεις. Η κοινότητα των θαβωριτών δεν υπήρξε ποτέ ικανή να πραγματοποίηση μία αποφασιστική νίκη, απέναντι στους εχθρούς της και να τους εξολοθρεύσει. Ο απομονωτισμός, οι πολύ ριζοσπαστικές -για την εποχή- απόψεις τους που δεν έβρισκαν έφορο έδαφος στον υπόλοιπο κόσμο και η έλλειψη των παραγωγικών τεχνικών που χρειαζόταν δεν επέτρεπε την μακρόπνοα ύπαρξη και διάδοση των ιδεών και του τρόπου οργάνωσης τους.

Ο Θαβωρίτικος στρατός ήταν ο πρώτος -απ’ την πτώση της αρχαίας Ρώμης- που ήταν τακτικά οργανωμένος και δεν αποτελούνταν από μια απλή μάζα ανεκπαίδευτων πολεμιστών. Ήταν χωρισμένος σε διαφορετικά ένοπλα σώματα, τα οποία ήταν καλά εκπαιδευμένα σε ελιγμούς, ελεγχόμενους από ένα κεντρικό όργανο και εναρμονισμένους μεταξύ τους. Επίσης ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν πυροβολικό με αποτελέσματα στο πεδίο της μάχης και αυτοί που τελειοποίησαν την τέχνη της προέλασης. Μόνο με τις ορμητικές τους αυτές προελάσεις, είχαν επιφέρει πολλές φορές τη νίκη έναντι των δυσκίνητων στρατών των αντιπάλων τους. Όμως αν ο διαρκής πόλεμος στον οποίο οι Θαβωρίτες είχαν εμπλακεί, συνέβαλε στη δόξα τους, τους οδήγησε επίσης και στον αφανισμό τους.

Η κούραση του κόσμου από τις συνεχείς μάχες, άρχισαν να αποθαρρύνουν μεγάλα κομμάτια των υποστηρικτών των Θαβωριτών, με την ταυτόχρονη σύγκρουση και τον αφανισμό των Αδαμιτών (μιας σέκτας που υποστήριζε τον αφανισμό της ατομικής ιδιοκτησίας, οποιασδήποτε ανθρώπινης εξουσίας και της οικογένειας) άνοιξε ένα μεγάλο ρήγμα στις τάξης των θαβωριτών. Επίσης ο πλούτος που άρχισε να ρέει, έκανε πολλούς κατοίκους να ιδιωτεύουν και να απομακρυνθούν από τα αρχικά ιδανικά που είχαν διαμορφώσει το κίνημα. Η πρώτη ομάδα των Θαβωριτών που είχε γεννήσει το κίνημα με το πείσμα και την αταλάντευτη αποφασιστικότητα της είχε εκλείψει και η δεύτερη υπήρξε πολύ λιγότερο ιδεαλίστρια και μαχητική. Τέλος σημαντική επισήμανση ήταν η συνεργασία μιας άλλης Χουσίτικης ομάδας, αυτή των Ουλτρακιστών (το Χουσίτικο κίνημα, όπως αναφερθήκαμε παραπάνω ήταν ένας συνασπισμός της αριστοκρατίας και των τεχνιτών από τη περιοχή της Πράγας) που υποστήριξε την παπική εξουσία (στις μηχανορραφίες της και τις πέντε σταυροφορίες που εξαπέλυσε) και πρόσφερε πολεμική-οικονομική βοήθεια για την κατάπνιξη του κοινωνικού πειράματος των Θαβωριτών. Σε αντάλλαγμα τους παραχωρήθηκε η ιδιοκτησία και η εκμετάλλευση των κτημάτων της καθολικής εκκλησίας.

Το τέλος της κυριαρχίας των θαβωριτών έρχεται με την ήττα του Λιπάν το 1434. Σ’ αυτή τη μάχη δεκατρείς από τους δεκαοκτώ χιλιάδες Θαβωρίτες στρατιώτες δολοφονούνται βάναυσα. Από εκεί και έπειτα χάνουν κάθε αξίωση στην περιοχή της Βοημίας ενώ δύο χρόνια μετά συνάπτουν ειρήνη με μόνο αίτημα την ανεξαρτησία της πόλης του Θαβώρ. Η πόλη για χρόνια συνέχισε να κατοικείτε αλλά όπως μας πληροφορούν οι σύγχρονοι ιστοριογράφοι, ήταν πλέον μια άλλη πόλη.

«Αυτός ο κόσμος κατέχει άφθονα κι ακριβά οικιακά είδη και πλούτο ασυνήθιστο, αφού έχουν συγκεντρώσει σ ́ ένα μέρος λάφυρα από πολλά έθνη. Επιθύμησαν κάποτε να ζήσουν σε όλα τα πράγματα σύμφωνα με τις αρχές της πρώτης Εκκλησίας, έχοντας όλα τα υπάρχοντά τους κοινά, με τον ένα ν’ αποκαλεί τον άλλο αδερφό κι ότι έλειπε από κάποιον, του το πρόσφεραν οι υπόλοιποι. Τώρα όμως, ο καθένας ζει μονάχα για τον εαυτό του και κάποιοι πεινάνε, ενώ άλλοι γλεντοκοπάνε [alius quidem esurit, alius autem ebrius est]. Σύντομη ήταν η φλόγα της αγάπης για τον πλησίον, βραχύβια η μίμηση [της Αποστολικής κοινότητας]… Οι Θαβωρίτες λήστευαν τις περιουσίες των ξένων κι ότι απέκτησαν με τη βία, έγινε κοινό κτήμα [haec tantum in commune dederunt]. Δεν μπόρεσαν όμως να διατηρήσουν αυτή την κατάσταση των πραγμάτων. Όλοι έχουν κιόλας παραδοθεί στην απληστία και καθώς δεν μπορούν να ληστεύουν όπως παλιά, παρηκμασμένοι και υπό το φόβο του γείτονά τους, αδράχνουν ότι μπορούν απ’ τα κέρδη του εμπορίου [lucris inhiant mercaturae], έχοντας παραδοθεί στις πιο ποταπές ασχολίες. Υπάρχουν 4.000 άνθρωποι στην πόλη ικανοί να φέρουν όπλα αλλά έχουν γίνει τεχνίτες και κατά το μεγαλύτερο μέρος κερδίζουν τα προς το ζην υφαίνοντας το μαλλί [lana ac tela ex magna parte victum quaerentes], κι έτσι, είναι άχρηστοι στον πόλεμο».

Αινείας Σύλβιος γράμμα πρός Καρδινάλιο Carvajal

Αναβαπτιστές, Thomas Mintzer και ο πόλεμος των χωρικών

Αναβαπτιστές και Θρησκευτική Ιδεολογία

Οι Αναβαπτιστές εμφανίστηκαν στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα και ανήκαν στην ριζοσπαστική μεταρρύθμιση (Επιστροφή στην απλότητα και την πνευματικότητα της πρώτης Χριστιανικής εκκλησίας). Κατά κύριο λόγο, το κίνημα των αναβαπτιστών ήταν μια θρησκευτική κίνηση που έδρασε κατά της επίσημης εκκλησίας, αλλά είχε πολλά στοιχεία ενός κοινωνικού κινήματος. Ηγετική μορφή και καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο Thomas Mintzer που ήταν μαθητής και φίλος του Λουθήρου και ηγήθηκε στις εξεγέρσεις που μετονομάστηκαν Πόλεμος των Χωρικών.

Σαν θρησκευτική κίνηση οι Αναβαπτιστές υποστήριξαν ένα πλαίσιο θέσεων που ερχότανε σε ρήξη με την τότε εκκλησία και είχε ριζοσπαστικά θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Δεχόντουσαν την ελεύθερη βούληση, υιοθετούσαν τον Χιλιασμό, πίστευαν στην άμεση επικοινωνία με τον Θεό (Δηλαδή χωρίς ειδικούς τρόπους λατρείας και διάφορους «εκπροσώπους» του), υποστήριζαν τις ελεύθερες σεξουαλικές σχέσεις και εναντιώνονταν στο θεσμό του γάμου. Κύρια χαρακτηριστικά τους ήταν ότι δεν αποδέχονταν το νηπιοβαπτισμό, κήρυτταν την ανάγκη να ξανά βαπτιστούν οι πιστοί, πίστευαν στην ιδέα της κοινοκτημοσύνης ανάμεσα στα μέλη τους (τα πάντα κοινά, επίσης κύριο κομμουνιστικό χαρακτηριστικό) και δεν δεχόντουσαν καμία ατομική ιδιοκτησία (κάποιες άλλες σέκτες πίστευαν στην κοινοκτημοσύνη έως ενός σημείου και δεχόντουσαν την ατομική ιδιοκτησία).

Ο Thomas Mintzer και ο πόλεμος των χωρικών

Πριν αναφερθούμε στο πόλεμο των χωρικών, πρέπει να πούμε δύο λόγια για τον Thomas Mintzer. Γεννήθηκε στο Στόλμπεργκ το 1490 ή το 1493 και σπούδασε τα πανεπιστήμια της Λειψίας και της Φρανκφούρτης. Ασπαζόταν τη διδασκαλία του Λουθήρου και είχαν στενές σχέσεις. Λόγω των επαναστατικών του ιδεών υπήρξε διάσπαση μεταξύ τους και ο Λούθηρος των κατηγόρησε για βίαιες ενέργειες. Η βαθιά ρήξη με τους Λουθηρανικούς ήρθε το 1522 με την θεωρία του Thomas Mintzer για την κοινωνικοπολιτική προσέγγιση στη μεταρρύθμιση. Γενικά οι Πληροφορίες για τον Thomas Mintzer είναι λίγες και μόνο ο Μελάγχθωνας (τότε ιστορικός) έχει πει κάποια πράγματα αλλά με πολλές ανακρίβειες λόγω του αντικειμενισμού του επιστήμονα. Γι’ αυτό πληροφορίες για τον θάνατο του δεν υπάρχουν ακριβείς. Ο Thomas Mintzer ήταν η ηγετική μορφή του Αναβαπτιστικού Κινήματος.

Γύρω στα 1522 με 1525 η αύξηση της παραγωγής και του εμπορίου, η ανάπτυξη του κεφαλαίου και η οικονομική ελίτ, συνάπτει μία συμμαχία με την εξουσία των πριγκίπων καθώς το κεφάλαιο χρειάζεται μια ισχυρή κυβέρνηση. Έτσι οι οικονομικές ελίτ ενισχύουν με το πουγκί τους τους πρίγκιπες στις συγκρούσεις με τον εξεγερμένο κόσμο. Στη Κεντρική και στη Νοτιοδυτική Γερμανία (όπου άρχισε ο πόλεμος των χωρικών) έχουμε μια σειρά από μέτρα, όπως ήταν η εφαρμογή του απολυταρχικού ρωμαϊκού δικαίου στη θέση του κατά τόπους εθιμικού δικαίου και η αύξηση των φόρων και της δεκάτης. Για αυτά τα μέτρα υπεύθυνη είναι οι ηγεμόνες που είχαν κτήματα σε απομακρυσμένες τοποθεσίες παρά η ντόπια κατώτερη αριστοκρατία. Με την αρχή της εξέγερσης, παρατηρούμε την ένωση των αγροτών με την χρεοκοπημένοι πλέον κατώτερη αριστοκρατία και τα χαμηλά στρώματα των πόλεων.

Η εξέγερση είχε κανονιστεί να ξεσπάσει σε όλα τα σημεία την ίδια μέρα (όπως έγινε στο πόλεμο των χωρικών στην Αγγλία το 1381) στις 2 Απρίλη. Ήταν καλά οργανωμένη, αλλά λόγω της ανυπομονησίας των επαναστατών ξεκινά νωρίτερα σε κάποια σημεία. Παρά όλη την επίγνωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης από τους πρίγκιπες και την προετοιμασία τους για ένα πιθανό ξέσπασμα, η έκρηξη της εξέγερσης τους αιφνιδίασε και έτσι αποκτούν οι εξεγερμένοι ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Η εξέγερση εξαπλώνεται στη Θουριγγία, στο Μινχάουζεν, στο Μάνσφιλντ, στο Φρανκενχάουζεν και στην υπόλοιπη Σαξονία. Ο Thomas Mintzer πάει από νωρίς στο Μινχάουζεν, ένα από τα προπύργια των εξεγερμένων για να ηγηθεί σωματικά και πνευματικά της εξέγερσης. Λόγω της επιμονής των χωρικών και όχι μόνο, το συμβούλιο του Μινχάουζεν (ανώτατη εξουσία στην περιοχή) καταρρέει και μαζί του κάθε μορφή εξουσίας. Εγκαθιδρύετε η κομμούνα του Μινχάουζεν που κρατά 2 μήνες (17 Μαρτίου – 25 Μαΐου 1524). Από εκεί και πέρα μετά την κατάρρευση της κομμούνας, ο αγώνας συνεχίζεται στη Θουριγγία και το Μάνσφιλντ όπου οι μεταλλωρύχοι επαναστατούν υπό τις επιστολές που έστελνε ο Thomas Mintzer, αλλά αποτυγχάνουν.

Εκείνη την εποχή υπήρχε μια κατακερματισμένη αυτοκρατορία που οδήγησε στο μειονέκτημα του να μην έχουν ένα ενιαίο μέτωπο και να ενωθούν σ’ ένα κίνημα εξεγέρσεων. Σε συνδυασμό με αυτό, τα χαμηλά στρώματα και οι χωρικοί δεν είχαν την κατάλληλη παιδεία και μόρφωση και έτσι χειραγωγούνταν εύκολα από τους ευγενείς οι οποίοι τους έπεισαν να αφήσουν τα όπλα. Η τελευταία εστία αντίστασης, στην οποία κατέφθασε και ο Thomas Mintzer ήταν το Φρανκενχάουζεν (1524-1525). Έξω από τα τοίχοι της πόλης είχαν παραταχθεί 8.000 χωρικοί, φτωχά εξοπλισμένοι και ανοργάνωτοι ενώ από την άλλη 8.000 περίπου στρατιώτες μισθοφόροι άρτια εξοπλισμένοι και με κανόνια. Σ’ αυτή τη μάχη σφαγιάστηκαν 6.000 εξεγερμένοι ενώ οι απώλειες των πριγκίπων (ενωμένοι οι πρίγκιπες) μη άξια αναφοράς. Ο Thomas Mintzer πιάστηκε, βασανίστηκε και υπό κάποιες άγνωστες συνθήκες πέθανε. Στους πρίγκιπες που δεν τους έφτανε μόνο η νίκη, άρχισαν ένα κύμα καταστολής στην κεντρική και Νοτιοδυτική Γερμανία. Στο τέλος του πόλεμου των χωρικών και της καταστολής που ακολούθησε υπολογίζεται ότι υπήρχαν 100.000 νεκροί από πλευράς των εξεγερμένων. Έτσι μαζί με το τέλος της επανάστασης στο Φρανκενχάουζεν, έχουμε το τέλος του Thomas Mintzer και των εξεγέρσεων.

Μετά τον Πόλεμο των Χωρικών

Αφού τελείωσε ο πόλεμος των χωρικών και άφησε πίσω του 100.000 νεκρούς οι Αναβαπτιστές, που είχαν πάρει μέρος σ΄ αυτόν, περίμεναν μια σκληρή και συνολική καταστολή πάνω τους, κάτι το οποίο δεν έγινε σε όλα τα μέρη που δραστηριοποιούνταν. Εκείνη την εποχή υπήρχε μια κατακερματισμένη Γερμανική Αυτοκρατορία, που δυσκόλεψε την ενοποίηση όλων των επαναστατικών τμημάτων σ΄ ένα ενιαίο κίνημα, αλλά ταυτόχρονα ελάττωσε και την ενέργεια του αντιδραστικού χτυπήματος που δεν κινήθηκε ενιαία σ΄ όλες αυτές τις τάξεις, ούτε με την ίδια δύναμη. Έτσι, στη Νότια Γερμανία, στην Ολλανδία και στην Μοραβία με τον Μοραβό Hut (1528) και με τον Ολλανδό Hoffman (1529 – 1530), και οι δύο μαθητές του Thomas Mintzer, έχουμε την ενδυνάμωση του κινήματος υπό κάποιες ευνοϊκές συνθήκες.

Η Κομμούνα του Μύνστερ

Η ενδυνάμωση του κινήματος συνεχίζεται μέχρι και την χρονιά 1533. Ίσως το σημαντικότερο έτος για τους Αναβαπτιστές. Τότε έχουμε την δημιουργία της Κομμούνας του Μύνστερ ή ‘’Νέα Ιερουσαλήμ’’ από τον μαθητή του Hoffman, Γιάν Μάτις. Στο Μύνστερ λόγω των κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν, οι αναβαπτιστές είχαν μεγάλη απήχηση. Ο δήμαρχος Hermann Tillbeck αν και ευγενής, ήταν βαθιά δημοκράτης και άφησε χώρο στους αναβαπτιστές να ισχυροποιηθούν. Συγχρόνως οι φτωχοί άρχισαν να αμφισβητούν τις αρχές και τις συντεχνίες τόσο ώστε οι αναβαπτιστές να βγαίνουν και να κηρύττουν φανερά μέσα στην πόλη το λόγο τους. Εν τέλει είχαν τόση δύναμη που κάποια στιγμή η πόλη τους άνηκε και διώχθηκαν οι ευγενείς, οι προτεστάντες, οι αριστοκράτες και οι έμποροι. Κατέφθαναν στη πόλη αναβαπτιστές που ήταν κυνηγημένοι για καταφύγιο από όλη την Γερμανία. Εκεί δημιούργησαν αποθήκες με ρούχα, έπιπλα, τρόφιμα και όπλα όπου ο καθένας έπαιρνε ότι ήθελε στα πλαίσια της κοινοκτημοσύνης. Επίσης στην πόλη του Μύνστερ επικράτησε η ελευθερία των σχέσεων, οι ιδιωτικές ιδιοκτησίες απαλλοτριώθηκαν και κηρύχθηκε ένα αταξικό βασίλειο του Θεού. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ, καθώς μισθοφόροι της καθολικής εκκλησίας περικύκλωσαν στις 10 Φεβρουαρίου τη πόλη και μέσα από προδοσίες και σφοδρές οδομαχίες αποδυναμώθηκε το κίνημα, ενώ στα οδοφράγματα πέθανε ο Γιάν Μάτις. Παρ’ όλα αυτά η πόλη δεν έπεσε. Μετά την οπισθοχώρηση του στρατού, τα ηνία αναλαμβάνει Ο Ιωάννης του Λέϋντεν. Τρελαμένος από την εξουσία θέσπισε νόμους, κατάργησε το χρήμα, θέσπισε την θανατική ποινή ακόμα και για κλοπή. Είχε μια πλούσια ζωή σε σχέση με τους «αδελφούς» του και κυριαρχούσε ουσιαστικά με την τρομοκρατία. Με την προδοσία των αρχών από τον Ιωάννη του Λέϋντεν αποδυναμώνεται το κίνημα το οποίο φτάνει στο τέλος του με την κατάρρευση της κομμούνας του Μύντσερ το 1535 και τον απαγχονισμό του Ιωάννη του Λέϋντεν.

Η ουτοπία του Τόμας Μουρ

Ο Τόμας Μουρ υπήρξε φιλόλογος, πολιτικός και μοναχός, ασχολήθηκε με τη συγγραφή της Ουτοπίας (1515 μ. Χ) όπου αποτελεί το πιο γνωστό από τα έργα του. Ο τίτλος του βιβλίου υπήρξε λογοπαίγνιο που προέρχεται από τη λέξη τόπος και το στερητικό – α που σημαίνει έναν τόπο που δεν υπάρχει. Στην «Ουτοπία» του Μουρ αντιπαραβάλει την κοινωνική ζωή των Χριστιανό – ευρωπαϊκών κρατών με την τέλεια δομημένη κοινωνία ενός φανταστικού μη χριστιανικού νησιού. Μία κοινωνία που υπάρχει με γνώμονα την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, χωρίς ατομική ιδιοκτησία και χωρίς ανθρώπινη εκμετάλλευση.

Αναφορά στο έργο

Το νησί Ουτοπία πήρε το όνομά του από τον ιδρυτή της, Ούτοπου και ήταν μία χερσόνησος όπου αποσπάστηκε από το χερσαίο τμήμα εξαιτίας μίας μεγάλης τάφρου που έφτιαξαν οι κάτοικοι με προτροπή του ιδρυτή της. Στο νησί υπήρχαν 54 πόλεις, κάθε πόλη χωριζόταν σε τέσσερα διοικητικά μέρη και πρωτεύουσα του νησιού είναι η Αμαροτό. Η πρωτεύουσα είναι τοποθετημένη στο κέντρο του νησιού, δίνοντας την αίσθηση συγκεντρωτικού πολιτικού σχήματος, σε ένα νησί ημισελήνου. Σε κάθε πόλη υπήρχαν περίπου έξι χιλιάδες νοικοκυριά με 10 – 16 ενήλικες σε κάθε ένα από αυτά, δίνοντας μας μία πολύ πιο ευρεία και κοινοβιακή έννοια από την παραδοσιακή πυρηνική οικογένεια που συμπεριλαμβάνει και τους παππούδες. Τα νοικοκυριά οργανώνονται μεταξύ τους για να εκλέξουν ένα φύλαρχο, κάθε αρχιφύλαρχος εκλέγεται από δέκα φυλάρχους και τους διοικεί, οι διακόσοι αρχιφύλαρχοι συγκροτούν ένα συμβούλιο που εκλέγει τον εκάστοτε πρίγκιπα της πόλης όπου διοικεί ισόβια αλλά μπορεί να χάσει το αξίωμα του αν κατηγορηθεί για τυρρηνική διακυβέρνηση απέναντι στους πολίτες. Ο αριθμός των πόλεων και των νοικοκυριών παραμένει σταθερός με την μετατόπιση του πλεονάζοντος πληθυσμού, σε άλλες πόλεις ή νοικοκυριά ή σε αποικίες στην απέναντι ακτή. Κάθε νοικοκυριό αλλάζει κάθε δέκα χρόνια οικία και η πολιτεία είναι ανοιχτή σε κάθε μετανάστη από την ηπειρωτική χώρα που επιθυμεί να κατοικήσει στην Ουτοπία και δεν του επιβάλλεται κανένας διαχωρισμός είτε στην διαμονή του ή στη διαβίωση του. Επίσης έχει το δικαίωμα να φύγει όποτε το επιθυμεί. Στην Ουτοπία η ιδιοκτησία είναι κοινωνική και δεν υπάρχει η έννοια της ατομικής κατοχής ανάμεσα στους πολίτες, έτσι όλοι διαλέγουν τα προϊόντα που επιθυμούν από τις ορθάνοικτες και χωρίς κλειδαριές αποθήκες που υπάρχουν. Η αγροτική καλλιέργεια είναι η σημαντικότερη ασχολία της πολιτείας. Κάθε κάτοικος της ουτοπίας πρέπει να εργαστεί σε αυτή για ένα χρονικό διάστημα και να παραμείνει στην ύπαιθρο για δύο χρόνια, χωρίς να υπάρχει εργασιακός διαχωρισμός μεταξύ ανδρών και γυναικών. Παράλληλα με αυτό, κάθε πολίτης εκτός από αγρότης – αγρότισσα μαθαίνει και μία άλλη από τις ουσιώδεις εργασίες όπως η ύφανση, κατασκευή κτηρίων, ταπητουργεία και μεταλλοτεχνία. Ανάμεσα στους πολίτες υπάρχει μία σκόπιμη απλότητα όσων αφορά τον τρόπο διαβίωσης, για παράδειγμα όλοι φορούν το ίδιο τύπο απλού ρούχο χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα απόκτησης πιο εκλεπτυσμένων υφασμάτων. Η ανεργία είναι άγνωστη λέξη και η αεργία θεωρείται απαράδεκτη, καθώς κάθε ικανός πολίτης έχει την υποχρέωση να δουλέψει, αλλά οι ώρες εργασίας δεν είναι προκαθορισμένες, με τους περισσότερους να δουλεύουν έξι ώρες και αρκετούς να επιλέγουν ακόμα περισσότερες ώρες. Η παιδεία είναι δημόσια και προσφέρεται σε κάθε κάτοικο της ουτοπίας, καθώς θεωρείται σημαντικό όλοι οι πολίτες να αποκτούν κατά την διάρκεια της ζωής τους πολύπλευρη γνώση. Η βασική εκπαίδευση είναι αυτή κατά την οποία τα άτομα ανάλογα με την πολυμάθεια και τον χαρακτήρα τους, διαλέγονται για τις θέσεις των ιερέων και των δημοτικών αξιωματούχων. Αυτές οι θέσεις βγαίνουν από το πεδίο εκλογής των πολιτών καθώς θεωρούνται απλά «γραφειοκρατικές» και διαχωρίζονται από το πολιτικό χώρο.

Ακόμα όμως και μέσα σε αυτή την ελεύθερη πολιτεία, τουλάχιστον για τα μεσαιωνικά πρότυπα, συνυπάρχει μαζί με τον πολίτη και ο δούλος. Οι δούλοι συνήθως δουλεύουν δύο – δύο σε κάθε νοικοκυριό κάνοντας τις ποιο απαξιωτικές δουλειές έχοντας δεμένο στο πόδι τους αλυσίδες με μία μπάλα από χρυσό που συμβολίζει τον πλούτο της ουτοπίας και λειτουργεί σαν ανασταλτικός παράγοντας στο να κλέψει κάτι. Οι δούλοι πέφτουν σε αυτή τη κατάσταση όταν έχουν πιαστεί να κάνουν μία εγκληματική πράξη ή είναι από άλλες περιοχές, ενώ περιστασιακά κερδίζουν την ελευθερία τους λόγο καλής διαγωγής. Κάποιες καινοτομίες για την εποχή ήταν τα δωρεάν δημοτικά νοσοκομεία, η δυνατότητα του γάμου στους ιερείς και τις ιέρειες, του διαζυγίου αλλά και η ευθανασία που γίνεται επιτρεπτή από την πολιτεία. Παράλληλα με αυτά όμως ισχύουν και απαγορεύσεις όπως για παράδειγμα η μοιχεία που τιμωρείται με εκδούλευση και η προγαμιαία σχέση που τιμωρείται με απαγόρευση γάμου. Τα γεύματα είναι κοινά και κάθε πολίτης σιτίζεται σε δημοτικές αίθουσες φαγητού, πράγμα που σημαίνει ότι όλοι τρώνε ίση ποιότητα τροφής αν και στους γεροντότερους και τους αξιωματούχους προσφέρεται καλύτερη τροφή. Η μετακίνηση εντός του νησιού επιτρέπεται μόνο με διαβατήριο που χορηγεί η πολιτεία, ενώ η συνεχής παράβαση αυτού του κανόνα οδηγούσε στην σκλαβιά. Ο νόμος είναι αρκετά απλός, ώστε όλοι οι κάτοικοι να γνωρίζουν αυτά που αναφέρει. Σκοπός αυτού είναι να εκλείπει το επάγγελμα του δικηγόρου μίας και δεν υπάρχει η άγνοια σχετικά με το τι είναι καλό ή κακό από μέρους της πολιτείας.

Στην ουτοπία υπάρχει ανεξιθρησκία, μπορεί ο χριστιανισμός να κυριαρχεί και η ανοχή των άλλων θρησκειών να γίνεται από μία καθολική προσευχή, αλλά ο διαχωρισμός μεταξύ τους υπάρχει και έτσι συνυπάρχουν μονοθεϊστές, οπαδοί της λατρείας του ήλιου, των προγόνων, της γης και του φεγγαριού. Μία ειδική κατηγορία είναι οι άθεοι που παρόλο που δεν διώκονται, θεωρούνται ως άτομα που μπορούν να διαταράξουν τους νόμους και τους κοινωνικούς κανόνες που κυριαρχούν. Η έλλειψη από μέρους τους ενός μεταφυσικού τιμωρού τους κάνει επίφοβους ως προς την ηθική τους.

Ομοιότητες μεταξύ ουτοπίας και μεσαιωνικών κινημάτων

Η ημερομηνία που γράφτηκε το έργο συμπίπτει με το τέλος μίας μακράς παράδοσης επαναστάσεων που σχετίστηκαν με τις θρησκευτικές αιρέσεις και τους εξεγερμένους χωρικούς της δυτικής Ευρώπης. Είναι η εποχή που ο θρησκευτικός χαρακτήρας της γηραιάς ηπείρου που επέβαλε μια δογματική καταπιεστική νόρμα, υποχωρεί ανοίγοντας τον δρόμο για την αναγεννησιακή σκέψη και λογική που κάνει την εμφάνιση της πρώτα στον καλλιτεχνικό και πολιτικό πεδίο. Ο συγγραφέας του έργου δεν είχε κάποια ταξική σχέση με τους χωρικούς και τους εργάτες που τάραξαν την Ευρώπη καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσαίωνα και η τριβή τους ήταν κυρίως πλατωνική και η σκοπιά θέασης του θέματος ουμανιστική. Παρ’ όλα αυτά εμφανίζει κάποιες σημαντικές ταυτοποιήσεις με τις ποιο επίκαιρες και ριζοσπαστικές θέσεις που εκφράστηκαν από τους εξεγερμένους, δημιουργώντας μία συνέχεια στην πολιτική αναφορά αυτών των αιτημάτων. Κάποια από τα μέρη που ήρθαν σε πλήρη ταύτιση η ουτοπία με τους μεσαιωνικούς επαναστάτες είναι:

  1. Η πλήρης κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, μίας θέσης πράγματι πρωταρχική στους αιρετικούς χιλιαστές του μεσαίωνα οι οποίοι θεωρούσαν αμαρτία την εκμετάλλευση και τον διαχωρισμό που απορρέει από αυτή. Αντίστοιχα στην ουτοπία διαπιστώνουμε μία αντίστοιχη προσέγγιση όπου προς χάριν της πλήρους ισότητας των πολιτών η ιδιοκτησία κοινωνικοποιείται.
  2. Η αποστροφή προς το χρήμα, είτε στην μία είτε στην άλλη, το χρήμα είναι ένα μέσω πλουτισμού και διαφθοράς. Για τους αιρετικούς διατάρασσε την θεία ισορροπία που είχε διαμορφώσει ο θεός στην γη, μίας και ήταν ανθρώπινο κατασκεύασμα, παροδικό και φθαρτό, ενώ διαμόρφωνε ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων. Από την μεριά της ουτοπίας το χρήμα έχει μεγάλο πολιτικό και κοινωνικό κόστος αφού μπορεί να καταστρέψει τον θεμελιώδη κανόνα της πλήρης ισότητας και να προκαλέσει την ιδιώτευση από μέρους των πολιτών.
  3. Η εκλογή των κοσμικών και θρησκευτικών οργάνων από τους κατοίκους, ήταν ένα αίτημα ιδιαίτερα σημαντικό για τους μεσαιωνικούς επαναστάτες που το θέτανε μέσα από τα πλαίσια του αυτοδιοικήτου της κοινότητας τους, του αντί-παπισμού που τους διέκρινε και της άρνησης κάθε εξουσίας πλην του θεού. Στην ουτοπία η εκλογή τους από τους πολίτες ήταν ουσιαστική πολιτική πράξη που διασφάλιζε το αυτοδιοίκητο της πολιτείας, από την εκλογή των φύλαρχων μέχρι του πρίγκιπα που αν και κατέχει βασιλικό τίτλο και δια βίου εξουσία, πολύ εύκολα καθαιρείται αν αποφασίσει να δράσει καταπιεστικά.
  4. Η ουσιαστική ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Οι αιρετικοί ήταν αυτοί που προχώρησαν πρώτοι, επικαλούμενοι το επιχείρημα του ίδιου δημιουργού, το δικαίωμα του διαζυγίου και της ιεροσύνης και έφτασε μέχρι την κατάργηση της μονογαμίας και του θεσμού του γάμου. Η ουτοπία έφερε την νομική ισότητα μεταξύ των δύο φύλων, στον εργασιακό τομέα, στον πολιτικό και θρησκευτικό, αλλά και στον στρατιωτικό.
  5. Η θρησκευτική ισότητα και ανοχή γινόταν αντιληπτά μέσα από τη χριστιανική θρησκεία όσον αφορά τους αιρετικούς και έτσι η διαφοροποίηση και η συνύπαρξη άλλων θρησκευτικών τάσεων μέσα στις κοινότητες τους ήταν κανόνας. Το ίδιο συμβαίνει και στην ουτοπία που αποδέχεται τις διαφορετικές θρησκείες ως ηθικούς κώδικες διατήρησης των νόμων και της κοινωνικής κατάστασης. Όμως και στις δύο υπάρχει μία πολύ αυστηρή και πολλές φορές βίαιη συμπεριφορά απέναντι σε αυτούς που θεωρούν και ορίζουν ως άθεους, οι μεν ποιο ριζοσπάστες αιρετικοί επιθυμούσαν των αφανισμό τους, οι δε κάτοικοι της ουτοπίας τους θεωρούν αρκετά επικίνδυνους απέναντι στην υπακοή των νόμων και προσπαθούν να τους προσηλυτίσουν.
  6. Η κοινοβιακή ζωή όπου οι περισσότεροι αιρετικοί χιλιαστές του μεσαίωνα είχαν προχωρήσει στην κατάργηση θεμελιωδών θεσμών όπως του γάμου. Αυτό οδήγησε στην εξάλειψη της έννοιας του γονέα, του οικογενειακού σπιτιού, της κατοχής ατομικών αντικειμένων κ.ο.κ. Ήταν κάτι που έφερε ένα κοινωνικό τρόπο διαβίωσης μεταξύ των μελών που καθημερινά κάνανε ασχολίες που θεωρούνται ιδιωτικές και προσωπικές. Το αντίστοιχο σε μικρότερο βαθμό πράττουν και οι κάτοικοι της ουτοπίας όπου τρώνε συλλογικά, δουλεύουν συλλογικά, μορφώνονται συλλογικά και ζούνε σε μεγάλα πολυάριθμα νοικοκυριά συλλογικά.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία & πηγές

  • Άρης Δ. Τσιούμας (2011) Οι ησυχαστικές έριδες & η εξέγερση των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη (1341-1349). Διαθέσιμο εδώ
  • Άγνωστος (2013) Ο διάβολος στη σάρκα τους: Τα απολωλότα πρόβατα του πληβειακού Χριστιανισμού. Αθήνα: Ασύμμετρη απειλή
  • Αγγελίδης Ν. Α. (2010) Οι Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης. Διαθέσιμο εδώ
  • Βικιπαίδεια, Αναβαπτιστές. Διαθέσιμο εδώ Πρόσβαση: [28 Δεκεμβρίου 2020]
  • Βλάχος, Σ. Γ. (1998) Η συνείδηση ενάντια στον Νόμο: Επαναστατικές Σέκτες και Ουτοπιστικές Αιρέσεις στον 16ο και 17ο αιώνα, Αθήνα: Εκδόσεις Έρασμος
  • Νόρμαν, Κ. (2006) Αγώνες για την έλευση της χιλιετούς βασιλείας του  Θεού : επαναστάτες, χιλιαστές και μυστικιστές αναρχικοί του μεσαίωνα. Θεσσαλονίκη:Νησίδες
  • Ριαζάνοφ Ντ. Μπ. (1998) Ο Πόλεμος των Χωρικών στη Γερμανία και οι πρώτες συζητήσεις στο πλαίσιο του Μαρξισμού , 62(1). Διαθέσιμο εδώ
  • Ζενάκος Αυγ. (2008) Τόμας Μύντσερ περίπου 1490-1525, Το Βήμα. Διαθέσιμο εδώ
  • Christos B Blog (2007) Αναβαπτιστές: οι αναρχικοί του Μεσαίωνα. Διαθέσιμο εδώ
  • Engels F. (1997) O πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
  • Kautsky, K., Shafarevich I., Vaneigem, R.(2011) Θαβωρίτες – Τόμας Μίνστερ – Αναβαπτιστές: αιρετική εξέγερση και κομμουνισμός στην Κεντρική Ευρώπη του 15ου και 16ου αιώνα, Αθήνα: Ανάκαρα
  • Kautsky, K. – Οι αναβαπτιστές, Το 5ο κεφ. του “Ο Κομμουνισμός στην Κεντρ. Ευρώπη την εποχή της Μεταρρύθμισης. Διαθέσιμο εδώ
  • More Th. (2005) Utopia. Διαθέσιμο εδώ Πρόσβαση: [28 Δεκεμβρίου 2020]
  • Luther Blissett (2001) Εκκλησιαστής, Αθήνα: Τραυλός
  • Ubaldo, N.(2008) Εικονογραφημένος Άτλας της Φιλοσοφίας, Αθήνα: ΕΝΑΛΙΟΣ
  • Wikipedia, Utopia. Διαθέσιμο εδώ Πρόσβαση: [28 Δεκεμβρίου 2020]